ἀπεριόριστος — unlimited masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απεριόριστος — η, ο (AM ἀπεριόριστος, ον) αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο δίχως άκρη, άπειρος νεοελλ. μτφ. αυτός που ενεργεί ή κινείται χωρίς περιορισμούς, ανεμπόδιστος, ελεύθερος … Dictionary of Greek
ἀπεριορίστως — ἀπεριόριστος unlimited adverbial ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριόριστον — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc sg ἀπεριόριστος unlimited neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστοις — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστου — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστους — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστων — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριορίστῳ — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεριόριστα — ἀπεριόριστος unlimited neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)