απεριόριστος

απεριόριστος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν είναι περιορισμένος, δεν έχει όρια: Έχετε στη διάθεσή σας απεριόριστο χρόνο.
2. ανεμπόδιστος: Τα παιδιά του ξεστράτισαν, γιατί τα είχε απεριόριστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπεριόριστος — unlimited masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απεριόριστος — η, ο (AM ἀπεριόριστος, ον) αυτός που δεν περιορίζεται, δεν έχει όρια, ο δίχως άκρη, άπειρος νεοελλ. μτφ. αυτός που ενεργεί ή κινείται χωρίς περιορισμούς, ανεμπόδιστος, ελεύθερος …   Dictionary of Greek

  • ἀπεριορίστως — ἀπεριόριστος unlimited adverbial ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριόριστον — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc sg ἀπεριόριστος unlimited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριορίστοις — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριορίστου — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριορίστους — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριορίστων — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριορίστῳ — ἀπεριόριστος unlimited masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπεριόριστα — ἀπεριόριστος unlimited neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”